- αμέλγω
- ἀμέλγω (Α)(ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες)1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρ. *melg- (απαθής βαθμίδα), *mlg- (συνεσταλμένη βαθμίδα) «σκουπίζω, απομάσσω». Χαρακτηριστικό είναι ότι η παραπάνω ρίζα απαντά στις επιμέρους ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και με τη σημασία «αρμέγω». Με τη ρ. αυτή συνδέονται επίσης και τα: αρχ. γερμ. melchan, αγγλοσαξ. melcan, λατ. mulgeō «αρμέγω» κ.λπ. Σ’ αυτή την οικογένεια λέξεων πρέπει να συμπεριληφθεί επίσης και το αρχ. ινδ. mārz-mi, mŗj-anti «σκουπίζω, απομάσσω», με το οποίο συνδέονται και τα ρήματα: ὀμόργημι «αντομάσσω, σκουπίζω, στεγνώνω» και ἀμέργω* «δρέπω, κόβω». Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές γίνεται συνήθως δεκτό ότι σε κάποια πρώιμη φάση οι παραπάνω τ. πρέπει να ήταν συνώνυμοι και μόνον αργότερα διαφοροποιήθηκαν σημασιολογικά.ΠΑΡ. ἀμελκτήρ, ἄμελξιςαρχ.ἀμολγεύς, ἀμολγόςνεοελλ.ἄμελγμα, ἀμελκτικός].
Dictionary of Greek. 2013.